1 Θα ήθελα να «ξεσκονίσεις» λίγο τα παλιά σου 45άρια και να μου αναφέρεις τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα, αυτά που σε έκαναν να αγαπήσεις τη μουσική και να ακολουθήσεις τα μονοπάτια της. Πιστεύεις ότι ο μουσικός πλουραλισμός των sixties και των seventies ( από τα blues και το rock n’ roll μέχρι τη ψυχεδέλεια και το clam rock ) μπορεί να γίνει «πόλος έλξης και για τη σημερινή νεολαία;
Οι πρώτες θύμισες είναι από αρχές της δεκαετίας του ΄70. Θυμάμαι στη φτωχική γειτονιά που μεγάλωσα, σε ένα προσφυγικό νοικιαζόμενο δωμάτιο, σ΄ ένα από τα τρία που νοίκιαζε η Σμυρνιά κυρα Λένη, ότι στο διπλανό έμενε μία όμορφη, αισθησιακή, χαριτωμένη κοπέλα, η Σόφη. Ένα κορίτσι βγαλμένο θαρρείς από τα πάρτι που βλέπουμε στις μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες. Εκείνη όπως κι όλη η γειτονιά, που ήταν αλληλέγγυα μέσα στην ανέχεια, όταν η μάνα μου δούλευε διπλοβάρδια σαν καθαρίστρια σε νοσοκομείο με φρόντιζε, έπαιζε μαζί μου, μου μιλούσε για τους εφηβικούς έρωτές της και έβαζε να ακούμε τα τραγούδια από τα ελληνικά συγκροτήματα της εποχής, αλλά και της δεκαετίας του ΄60. Θυμάμαι ότι είχε ένα φορητό πικ-απ με μπόλικα 45άρια και την έλεγαν «μοντέρνα» αν με καταλαβαίνεις. Αυτή είναι η πρώτη επαφή με το βυνίλιο. Τελειώνοντας το δημοτικό μπήκε στη ζωή μου, σαν πατριός μου ο κυρ Μιχάλης, οικοδόμος το επάγγελμα, με ένα ράδιο-πικάπ και 45άρια από Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Μιχαλόπουλο, Ζαγοραίο κλπ΄. (Εγώ μέχρι να γυρίσουν απ΄ τη δουλειά το άνοιγα κρυφά κι έπιανα το σταθμό της αμερικάνικης βάσης του ελληνικού. Το έκανα στα κρυφά γιατί υπήρχε απέχθεια προς τους αμερικάνους, τα ¨αμερικλάνικα¨ τραγούδια κι είχαμε στο τελείωμά της τη χούντα και τους ρουφιάνους της να σπέρνουν και να θερίζουν κι όσοι άκουγαν τέτοια μουσική ήσαν tent boy-δες, ντιντήδες, γιεγιέδες, αποβράσματα, αναρχικοί…κλπ.).Σε εκείνο το παλιό πικάπ λοιπόν έμαθα να ακούω τους πρώτους δίσκους που έφερνε ο αδερφός μου ο Νίκος. Ήταν μεγαλύτερος από μένα κατά εννέα χρόνια κι είχε γνωστούς και φίλους με πειρατικό ραδιοσταθμό αργότερα. ʼκουγε την μια Τομ Jones, την άλλη Κόκοτα και στο καπάκι είχε φέρει κι ένα δίσκο των Τ-REX με τον Μarc Bolan στη φωνή. Εκείνη την περίοδο, της πρώτης εφηβείας μου μαγεύτικα με τραγούδια σαν το get it on. (Κάποια χρόνια μετά, το 1980 (αν θυμάμαι καλά) έμαθα για τον θάνατο του τραγουδιστή κι ήταν σαν να πέθανε ένα παιδί μέσα μου, ένα καλό φιλαράκι. Όλοι πλάθουμε κάτι ιδανικό στο κεφάλι μας για να μπορούμε να ερωτευόμαστε. Πως είπατε όχι όλοι, καλά όπως αγαπάτε. Στο θέμα μας). Ακουγα διάφορα μουσικά είδη όπως καταλαβαίνεις και δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα. Έγινε η εξέργεση του πολυτεχνείου και τα αντάρτικα έπαιρναν κι έδιναν. Επίσης στη πρώτη γραμμή ο Θεοδωράκης και οι «καλλιτέχναι» της νυχτερινής τότε πίστας. Εμείς αριστερής συμπάθειας εργατοοικογένεια ξεσκονίσαμε φωναχτά πια τα ρεμπέτικα και αγοράζαμε με ψηλά το κεφάλι αριστερές εφημερίδες κι όχι όπως πριν που τις παίρναμε τυλιγμένες με άλλες αστικοφυλλάδες για να περάσουμε μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. (Μια φορά ο γερο μπάτσος της γειτονιάς με μπουζούριασε μέσα (ένα παιδάκι εγώ με κοντά παντελονάκια) σαν ανακάλυψε την κρυφαγορά για στείλει μήνυμα στους γέρους μου και από τα πολλά τέτοια του έστειλε κι η γειτονιά ένα σφυροδρέπανο με αίμα να καρφωθεί πάνω στη ξύλινη εξώπορτά του). Όμως η αποκάλυψη της μουσικής πανδαισίας μέσα μου, η γοητεία του roc’ n roll ήρθε από τον Σπύρο, ένα παλικάρι 4-5 χρόνια μεγαλύτερό μου, ψηλό με μακριά σπαστά καστανά μαλλιά, αθλητικό τύπο με οξυδέρκεια, αίσθηση της σάτιρας, αλτρουιστής και σπλαχνικός με τους φίλους. Μανιώδης συλλέκτης καλής και σπάνιας, για την εποχή, μουσικής σε LP, με ιδιαίτερη λατρεία στο ψυχεδελικό και τεχνορόκ, στο classic (πια) με συγκροτήματα όπως οι Pink Floyd, Emerson,Lake and Palmer, Caravan, Eloy, Doors, Yes αλλά και Stones, Beatles κι όλη την αφρόκρεμα της εποχής. Αγόρασα ένα μικρό φορητό πικάπ με χίλια βάσανα και γκρίνιες από τους δικούς μου κι έναν εξάψαλμο για τους «λιγδιασμένους μαλλιάδες, τους ντιντήδες». Οι πρώτοι δίσκοι μου ήταν (και αυτό το θυμάμαι με συγκίνηση), το atom heart mother των Pink Floyd και το made Japan των deep purple. Τότε, εκείνη την εποχή ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία να προσμένεις με αγωνία την άφιξη ενός album από τα μεγαθήρια της ροκ παγκόσμιας σκηνής κι όταν επιτέλους δίναμε από το υστέρημά μας να το αγοράσουμε, απ΄ το πενιχρό χαρτζιλίκι μας, (μετρούσαμε πόσες τυρόπιτες δεν θα φάμε, πόσα λεωφορεία δεν θα πάρουμε εισιτήριο και θα μας φάνε οι δρόμοι με τα πόδια) τότε καθόμασταν και χαζεύαμε φωτογραφίες, πληροφορίες, στίχους ακούγοντας τη μουσική που αναδυόταν από τους χαραγμένους κύκλους του βινύλιου (μαύροι κύκλοι) στο μονοφωνικό ηλεκτρικό πλατό. Απ΄ αυτά τα LP ξεχώριζαν κάποια τραγούδια τα οποία αγοράζαμε σε 45άρια για τις ανάγκες των πάρτι, εκείνα τα φοβερά πάρτι. Πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο (με το γνωστό ρεφενέ), πότε σε κάποιο στέκι και πότε σε κάποια παραλία, μια απ’ αυτές που ΄χουν περιφράξει επιτήδειοι με την ανοχή της μπάσταρδης κρατικοκοινωνικής ανοχής. Με τράβαγε παρέα του ο Σπύρος, που λέτε, (άλλο που δεν ήθελα) σε κινηματογράφους να δούμε, κατ΄ επανάληψη, ταινίες σαν το Woodstock, το «Φράουλες και Αίμα». Δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν αφήσαμε πολιτική εκδήλωση συμπαράστασης που να μην πήγαμε. Για την Κούβα, τους παλαιστίνιους, τα παιδιά που τα σέρνανε σε κατασκευασμένες δίκες για να συκοφαντήσουν και να λασπώσουν το κίνημα, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, με όλα τα accessories από κλοπ, δακρυγόνα, αύρες μέχρι τους πρώτους «εορτασμούς» του πολυτεχνείου μέχρι και τους πρώτους νεκρούς μας από την μεταπολιτευτική «δημοκρατική» αστυνομοκρατία με συμπαραστάτες αριστερούς κοινοβολευτικούς (βολευτικούς καλά το έγραψα ,άστο). Υπερασπιστές της παρθενιάς και πολέμιοι του rock σαν αμερικάνικου τρόπου ζωής, οι αυνάνες τώρα το κάνανε γαργάρα, οι μεσαιωνιστές, παλαιολιθικοί κομμουνιστές και το υιοθέτησαν κατά το «όσα δεν φτάνει η αλεπού…» Ο φιλαράκος μου ο Σπυρέτος λοιπόν, ήταν πολιτικά συνειδητοποιημένος κι είχε συνδυάσει τα μουσικά πιστεύω του με τα πολιτικά, κάτι που χάραξε, όργωσε βαθιά κι έσπειρε μέσα στη καρδιά μου, στη ψυχή μου και τον ευχαριστώ γιατί με έκανε να μπορώ να νιώθω, να ακούω τα μηνύματα κάτω από τις επτά νότες και να αναρριχούμαι από στίχους που πάνε τον άνθρωπο πέρα από την επιβίωση, απαιτούν τη ζωή και το όνειρο που εξεγείρετε καθημερινά μέσα στα γιαπιά, τα εργοστάσια, τα πανεπιστήμια, τα σχολειά και στις απλές καθημερινές μας σχέσεις σαν το παιδικό μας έρωτα που αρνείται να μεγαλώσει, να αφομοιωθεί από τις μαλακίες του κωλοκατεστημένου της πουτανιάς, της αρπαχτής, του βολέματος, των χοντροκοιλαράδων ρουφιανόμπατσων, της γλοιώδους εξουσίας. Στα προεφηβικά μου άκουσα αυτό το clam rock σαν εισαγωγή κι αμέσως μετά ¨έφαγα¨ πολλά δεκάρικα σε juke box, στη Γλυφάδα, για το black night των deep purple, αλλά τώρα δοξάζω το θεό της ροκ που με έκανε να γνωρίσω και να ερωτευτώ τους F. Zappa, Country Joe, Lennon, J.Mayall, L. Ζeppelin, S.Pistols, D.Kennedys, Perl Jam, R.Against the Machine, J.Tull, B.Sabbath, J.Hendrix, Cream, Who, C.C.R., D.Bowie, B.B.King, U2, S.Minds, Rem κ.λ.π. (Είναι σίγουρο ότι θα μείνουν πολλοί στην απ΄ έξω, όπως ο αθάνατος Van Morrison, κι ας με συγχωρήσουν όλοι τους).To roc’ n roll έχει μια μεγάλη καρδιά, χωρά όλους όσους θέλουν να αφουγκραστούν τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού κι αν εσύ έχεις τον κώλο, τα αρχίδια να έχεις το κεφάλι, τη ζωή σου, τη ψυχή σου έξω από τα σκατά τότε έχει καλώς, αλλιώς είσαι από την απέναντι πλευρά της σελήνης με τις μεγάλες πίστες των «καλλιτεχνών-διασκεδαστών» της πεφωτισμένης τηλεαβάσταχτης πορνογκλαμουριάς, της «έξι μέρες εκπορνεύω τον ιδρώτα μου στη δουλειά και την έβδομη τα ακουμπάω στο νταβατζή μου», «σκατά έχω στο κεφάλι μου κι ανεβαίνω στα τραπέζια να δείχνω το βρακί μου», «τρώω ότι σαβούρα μου σερβίρουν τα reality show και σαν χαζομουνίτσα τρέχω πίσω από σκατόfameistorites κλαψομούνηδες καταλήγοντας στο κρεβάτι κάθε μαλάκα κομπλεξικού με όνειρο ένα αυτοκίνητο» (οι όμορφες Mercedes όμορφα καίγονται) κι «αργότερα να παντρευτώ ένα γουρούνι και να κάνω κι άλλα γουρουνάκια που θα κλαψουρίζουν πως για όλα φταίνε οι εκλογές κι η μόνη αλήθεια είναι να βολευτείς στο δημόσιο και να παντρευτείς ένα φραγκάτο και ας έχεις ξεπουλήσει τη ψυχή σου στο διάολο».Αν είναι να έρθουν στο ροκ από μόδα να κάτσουν με τις μοδίστρες της κουτσομπολίστικης κοπριάς. Όταν υπάρξει ένα μαζικό κίνημα , αυθόρμητη εξέγερση και οι άνθρωποι απαιτήσουν την ψυχική, την πνευματική τους ανάταση , όταν θα διεκδικήσουν συνειδητά τη ζωή αρνούμενοι την παράνοια, την σκλαβιά της δουπρεπέστατης επιβίωσης τότε θα αισθανθούν την ανάγκη μιας μουσικής υπόκρουσης για το όνειρο που γίνεται πραγματικότητα, εκεί μέσα στα καθημερινά οδοφράγματα, στην καθημερινή σύγκρουση. Κι αυτή η μουσική δεν ξέρω πως θα λέγεται στο μέλλον, αλλά στον δικό μας αγώνα λέγεται «ταΐστε τους πεινασμένους», «σταματήστε τους πολέμους», «αφήστε τα παιδιά ελεύθερα να ζήσουν να δημιουργήσουν». Εμείς την είπαμε ροκ και για μένα όλα είναι roc’ n’ roll και η χιπ χοπ και η ραπ και η μέταλ κ.λ.π. γιατί τίποτα δεν έχουμε να μοιράσουμε μεταξύ μας, αντίθετα μας συνεπαίρνει η δύναμη για αντίσταση ενάντια στην εξαθλίωση, την βιολογικοπνευματική εξόντωση, την υπεράσπιση με αγώνες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι αν υπάρχει οξυγόνο για τον διπλανό μου, υπάρχει και για μένα.t’ s only roc’ n roll but I Like it… Kαι να μη κοιμόσαστε ήσυχοι, οι καθώς πρέπει, γιατί δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού το ροκ και η εκδίκηση του Μαγιακόφσκι για όσους δεν έχουν φυλαγμένα μέσα τους παιδικά όνειρα παραμένει απειλητική ψυχανεμίζοντας το τσεκούρι της πάνω από τα κεφάλια σας…