Η πρώτη σας παρουσία στο θέατρο συνδυάζεται και με ένα θεατρικό βραβείο καλύτερου μονολόγου. Ποια τα ερεθίσματα για να γράψετε το συγκεκριμένο έργο;
Η αγάπη μου για τη συγγραφή ξεκίνησε από πολύ μικρή. Ενώ ακόμα τα άλλα κορίτσια έπαιζαν με κούκλες. Η ιστορία μου είναι βασισμένη κυρίως σε αυτή την εσωτερική αναζήτηση … Έχει να κάνει με τις αντιθέσεις … Με το πώς αντιμετωπίζουν κάποιοι τη ζωή και πως, κάποιοι άλλοι… Την αναμέτρηση μεταξύ των ανθρώπων αλλά και την εσωτερική διαμάχη με τον εαυτό μας… Στο είναι και στο φαίνεσθε… Πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο. Το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Γιατί το τίποτα είναι τα πάντα και τα πάντα τίποτα…
Είναι ένας μονόλογος που απευθύνεται περισσότερο σε γυναίκες; Ένας άνδρας τι θα αποκόμιζε βλέποντας αυτή την παράσταση;
Το συγκεκριμένο κείμενο απευθύνεται σχεδόν σε όλους γιατί έχει να κάνει με τις εσωτερικές μας αναζητήσεις σε συνδυασμό με τις ανθρώπινες σχέσεις. Ζευγάρια που είτε η σχέση τους έχει φθαρεί απ΄ τα χρόνια με αποτέλεσμα να χαθεί η επικοινωνία , είτε ακόμα και ζευγάρια που δεν κατάφεραν ποτέ να υπάρξουν ουσιαστικά μαζί, γιατί αποκαλύφθηκαν οι υπαρξιακές διαφορές μεταξύ των χαρακτήρων τους , αφού η συνήθεια τους είχε ορίσει τη ζωή… Σκοπός αυτής της παράστασης είναι να αποκαλύψει και τα αίτια αυτού του συχνού φαινόμενου των εποχών μας … Ύστερα θέλω μέσα από τα έργα μου, όσο μπορώ να βοηθάω εκείνους που περνάνε από μια οποιαδήποτε κατάσταση δίνοντας μια άλλη διάσταση στα γεγονότα που μπορεί και να τους βοηθήσει όταν βρίσκονται σε αδιέξοδο… Δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή πιο ουσιαστικό από την ίδια τη ζωή. Αν το καταλάβουμε αυτό οι άνθρωποι θα πάψουμε να καταναλωνόμαστε άσκοπα κι η καθημερινότητα μας θα γίνει πιο ευχάριστη…
Πόσο δύσκολο είναι να αναμετριέσαι στο σανίδι μόνος σου έχοντας απέναντι τους θεατές;
Δύσκολο αλλά και λυτρωτικό. Σχεδόν πάντα στα έργα που γραφώ προσπαθώ να προσεγγίζω την σκοτεινή πλευρά κάθε χαρακτήρα η ρόλου και με αυτό τον τρόπο και τους αναγνώστες η θεατές αντιστοίχως, ως τελικό σκοπό να ταυτιστούν με τον κάθε ηρώα μου στα πιο βαθιά εσώψυχα τους. Αυτό είναι αρκετά λυτρωτικό και για τις δυο πλευρές. Οι άνθρωποι χρειάζονται συμπόνια, να αισθάνονται ότι δεν είναι μόνοι. Κι έπειτα είναι δύσκολο για τους περισσότερους να βρουν τρόπους να εκφραστούν. Χρειάζονται κάποιον να το κάνει γι’ αυτούς…
Ο τίτλος του έργου είναι «Κατάθεση Ψυχής» . Βάσει αυτού του τίτλου συμπεραίνουμε ότι θα είναι αρκετά βιογραφικό. Ισχύει ή καταπιαστήκατε από ένα πραγματικό γεγονός και το αναπτύξατε σε μυθοπλασία;
Σίγουρα όλοι οι συγγραφείς έχουμε τα δικά μας ερεθίσματα απ τη ζωή, αλλά ένας συγγραφέας ποτέ δεν περιορίζεται σε αυτά που έχει ο ίδιος ζήσει… Θέλει και λίγη φαντασία για να γίνει πιο ενδιαφέρον ένα κείμενο. Αν και πολύ συχνά η ζωή ξεπερνά τη φαντασία…
Κλείνοντας την παρουσίαση για την δουλειά σας, γράψτε μας ένα μικρό απόσπασμα του μονολόγου, πιστεύοντας ότι αντιπροσωπεύει την ηρωίδα που υποδύεστε αλλά και το ίδιο το έργο.
«Μ’ αγαπάς? Αναρωτιέμαι. Και τι αγαπάς τελικά από μένα? Τη σιωπή μου? Την υπομονή μου? Την εικόνα μου? Τα ήθελες όλα τέλεια. Πως μπορεί να είναι όλα τέλεια? Δεν γίνετε τίποτα τέλειο. Δεν υπάρχει το τέλειο. Το πιο όμορφο περιτύλιγμα ήμασταν… Aλλά ποια? Ποιά ήταν η σχέση μας? Εγώ η πορσελάνινη κούκλα κι εσύ μια τέλεια κορνίζα… Κι οι δυο κοσμούσαμε καλά το σπίτι… Έπρεπε το φόρεμά μου να ταιριάζει με τις κουρτίνες για να μη φαίνομαι παράταιρη στο χώρο. Έπρεπε η σιωπή μου να ταιριάζει με το πένθος που είχε ριζώσει μεσ’ στην ψυχή μου… Τότε… Τώρα είναι αλλιώς όμως… Άλλαξαν τα πράγματα. Τώρα δεν είσαι εδώ για να τρομάζω μην ανοίξει η πόρτα ξαφνικά και με βρεις ατημέλητη… Αλλά εγώ έμαθα. Έμαθα να πλένω τα πιάτα με το καλό μου φόρεμα και δεν μπορώ… δεν μπορώ να κάνω αλλιώς… Αν και μερικές φορές ξεχνιέμαι και νομίζω ότι αυτός ο θόρυβος από τη μηχανή που παρκάρει έξω απ΄ το σπίτι είναι ο δικός σου. Και τρέχω στο καθρέφτη να προλάβω, να βάλω κραγιόν, να ισιώσω τη φούστα μου και σκοτώνομαι όπως πάντα στη γωνία του τραπεζιού για να προλάβω… Κι ύστερα συνειδητοποιώ… ότι δεν είσαι εσύ… Εσύ… Πέθανες… Πέθανες εσύ..Και κλαίω και ουρλιάζω και χτυπιέμαι κάτω απ’ το νεροχύτη, πάνω απ΄ το νεροχύτη, στο γραφείο, στο τραπέζι, δεν μπορεί να ακουμπήσει πουθενά αυτός ο πόνος… Έχει κολλήσει πάνω μου, μέσα μου, δεν είσαι εδώ και σε μισώ γι’ αυτό. Σε μισώ επειδή σ’ αγαπώ και δεν είσαι εδώ. Καμία αγκαλιά δεν μπορεί να με παρηγορήσει. Καμία δεν ταιριάζει με τη δική σου. Κι εγώ θέλω μόνο τη δική σου. Από αγάπη κι από πείσμα ρε. Που τόσα χρόνια μου ‘φαγες τη ζωή να προσπαθώ γι’ αυτή τη σχέση για να πας να πεθάνεις…»