Η μουσική σκηνή Αυλαία έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα στη νέα, δύσκολη κατά τα φαινόμενα, συναυλιακή σεζόν με ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στην ελληνική jazz. Καλύτερο ξεκίνημα ως κράχτης της όλης προσπάθειας δεν θα μπορούσε να υπάρξει από το δίδυμο Human Touch και Mode Plagal – και η τελική ετυμηγορία επιβεβαίωσε τον παραπάνω ισχυρισμό και με το παραπάνω. Τα δύο γκρουπ διαθέτουν ένα κοινό γνώρισμα: έχουν επηρεαστεί βαθιά από την ρυθμικά και μελωδικά πλούσια παραδοσιακή ελληνική μουσική και την παρουσιάζουν όπως την εκλαμβάνουν, με εμφανείς βέβαια διαφορές στον τρόπο αντιμετώπισής της (οι μεν Mode Plagal ως βασικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, οι δε Human Touch κυρίως ως πασπάλισμα στην αυτοσχεδιαστική jazz τους).
Μπαίνοντας στον χώρο, είχαμε την ευκαιρία, εξαιτίας ενός λάθους στην ώρα έναρξης που δόθηκε στον μουσικό τύπο, να παρακολουθήσουμε το πρακτικά κοινό soundcheck των δύο συγκροτημάτων. Μπορεί να κατηγορηθώ ως μετά Χριστόν προφήτης, αλλά εκείνη την ώρα υπήρχε σε όλη την (ανυποψίαστη, καθώς δεν είχαμε παρακολουθήσει στο παρελθόν και τα δύο συγκροτήματα μαζί) παρέα η αίσθηση πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε εκείνη τη βραδιά. Όπως και έγινε τελικά.
Ενώ ο κόσμος είχε σχεδόν μαζευτεί και γεμίσει τα τραπέζια της Αυλαίας – σωστά αραιά τοποθετημένα με σεβασμό στον θεατή-πελάτη – και τα σκαμπό της μπάρας, οι Human Touch ανέβηκαν πρώτοι στη σκηνή. Ως μία από τις σημαντικότερες jazz μπάντες της Ελλάδας, all-star μάζωξη μουσικών διεθνούς επιπέδου, επέλεξαν ένα πολύ δυνατό σετ με αυτά που περιμένει κανείς από μία τέτοια συνύπαρξη: στιβαρά μελωδικά θέματα, άκρατο αυτοσχεδιασμό και φυσικά διασκέδαση επάνω στη σκηνή. Οι τρεις μουσικοί προσέφεραν μια modern jazz πανδαισία στο αρχικά μουδιασμένο κοινό της Αυλαίας. Η συνεργασία μεταξύ τους υπήρξε άψογη, κάτι για το οποίο δεν αρκεί η αδιαμφισβήτητη δεξιοτεχνία τους, αλλά απορρέει από τις άπειρες φορές που έχουν παίξει μαζί στο παρελθόν ως Human Touch σε διάφορες μουσικές σκηνές.
Ο David Lynch έπαιρνε τις περισσότερες φορές ρόλο πρωταγωνιστή με το σαξόφωνο και το κλαρινέτο του, ο Σταύρος Λάντσιας ξεχώρισε με τις συναισθηματικές μελωδίες του στο πιάνο ενώ (!) παράλληλα βρισκόταν και στη θέση του εκτελεστή των drums, αλλά μεταξύ ίσων μάλλον ξεχώρισε η έντονη προσωπικότητα και το απίθανο παίξιμο του Γιώτη Κιουρτσόγλου στο ηλεκτρικό μπάσο – το άνετο στυλ με το οποίο αντιμετώπιζε τις διάφορες μουσικές προκλήσεις που του έθεταν οι συμπαίκτες του ήταν παροιμιώδες. Ιδιαίτερα όμως στο φλαμένκο σόλο του Hispanic, σε μία φαινομενικά κλασική επίδειξη τεχνικής, έδωσε ρεσιτάλ καταχειροκροτούμενος από ένα ενθουσιασμένο κοινό.
Κατά την ομολογία του σαξοφωνίστα των Mode Plagal, Θοδωρή Ρελλου, μετά από το τόσο δυνατό σετ θα έπρεπε εκείνοι να προσπαθήσουν πολύ για να κερδίσουν το κοινό. Τελικά δεν φάνηκε να χρειάστηκαν να καταβάλλουν πολύ έντονη προσπάθεια για αυτό. Παρότι είχαν καιρό να βρεθούν όλοι μαζί πέρα από τις session υποχρεώσεις τους, εμφάνισαν ένα τρομερά σφιχτοδεμένο σύνολο, το οποίο δεν επέτρεπε την ανάδειξη διακριθέντων καθώς όλοι οι μουσικοί συμβάλλουν εξίσου στον χαρακτηριστικό ήχο των Mode Plagal (ίσως βέβαια τα διπλά πνευστά του Ρέλλου να έκλεβαν οπτικά την παράσταση). Αφού έπαιξαν ένα ζέσταμα από παλιότερες συνθέσεις τους, αποφασίστηκε να ακουστούν κομμάτια από τον πιο πρόσφατο δίσκο τους, Στην Κοιλιά Του Κήτους (ο οποίος παρεμπιπτόντως έλαβε τη θέση του σε πολλές λίστες με τα καλύτερα ελληνικά άλμπουμς του 2010).
Ο Ρέλλος είχε κέφια και επιδόθηκε σε ακατάπαυστες ομιλίες μεταξύ των κομματιών, ίσως επηρεασμένος από τις χαρές του οινοπνεύματος, ίσως και επηρεασμένος από τον Αργύρη Μπακιρτζή των Χειμερινών Κολυμβητών, με τους οποίους έπαιξε λίγες μέρες πριν (σε μία εμφάνιση για την οποία οποιαδήποτε γραπτή αναφορά θα ωχριούσε μπροστά στην πραγματικότητα ενός σεληνιασμένου Μπακιρτζή που δεν σταματούσε λεπτό να μιλάει όταν δεν παιζόταν μουσική). Πάντως δεν γινόταν κουραστικός σε κανένα σημείο, άλλωστε κυρίως εξηγούσε το στιχουργικό περιεχόμενο των κομματιών – η προφορική μεταφορά των στίχων του Μποστ προαπαιτεί από τον ακροατή μία κάποια εξοικείωση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του έργου του και μία εισαγωγή κρίθηκε απαραίτητη.
Η ιδιαιτερότητα της βραδιάς, όπως λέγαμε παραπάνω, ήταν η σύμπραξη των δύο συγκροτημάτων επάνω στη σκηνή και η δημιουργία ενός υπεργκρούπ από επτά δεξιοτέχνες μουσικούς. Για τα επόμενα 50 λεπτά, μία πανδαισία ήχων ξεχύθηκε από τα όργανα των μουσικών, που για 5 κομμάτια συνεργάστηκαν αγαστά σε γνωστά θέματα από τη δισκογραφία τους, αυτοσχεδίαζαν, πρόσθεταν μελωδίες και σόλο, σίγουρα πλάτειαζαν (αναπόφευκτο) αλλά το κοινό δεν φάνηκε να προβληματίζεται ιδιαίτερα, αντίθετα ζητούσε κι άλλο. Οι μουσικοί κεράστηκαν σφηνάκια και έκλεισαν με την διασκευή στην Πικροδάφνη σε μία ντελιριακή εκτέλεση, συνεχίζοντας μέχρι η ώρα να φτάσει στις βάρβαρες για καθημερινή 2:30. Ο ύπνος αναγκαστικά μειώθηκε σε πολύ λιγότερο από τον απαραίτητο, η επόμενη ημέρα στη δουλειά κύλησε βασανιστικά, αλλά τελικά έμεινε η ανάμνηση μιας σπουδαίας βραδιάς, που προσωπικά καταχωρώ σαν μία από τις καλύτερες συναυλιακές της φετινής χρονιάς.
Μιχάλης Κουρής