Το θέατρο του Λυκαβηττού ήταν σχεδόν γεμάτο για χάρη της Cesaria Evora, και στις κερκίδες αλλά και στις καρέκλες που είχαν στηθεί στην κυκλική αρένα. Οι επερχόμενες συνέπειες της οικονομικής κρίσης (δυστυχώς θα βαρεθούμε να γράφουμε και να διαβάζουμε αυτή την πρόταση τα επόμενα χρόνια…) δεν επηρέασαν τη θέληση των Αθηναίων να απολαύσουν μια ιδιαίτερη και αγαπημένη φωνή.
Πρώτα όμως έπρεπε να προηγηθεί η εμφάνιση της συμπαθούς Lura. Με καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο και μία πολύ καλή φήμη να την συνοδεύει, θεωρήθηκε ιδανικό support για την μεγάλη συντοπίτισσά της και εν τέλει δικαίωσε τον χαρακτηρισμό, παρότι αρκετά από τα τραγούδια που ερμήνευσε δεν βασίζονταν αυστηρά στην τοπική μουσική. Μέσα στο πρόγραμμά της, η Lura παρουσίασε δυναμικό χαρακτήρα, φωνή με ενδιαφέρον ηχόχρωμα και εξαιρετικό έλεγχο, και μία αξιοθαύμαστη ικανότητα να παρακινεί το κοινό να συμμετέχει ενεργά τραγουδώντας σε μία γλώσσα που η πλειοψηφία σίγουρα δεν κατείχε, αποδεικνύοντας χειροπιαστά την παγκοσμιότητα της μουσικής γλώσσας. Αν και σκεφτόμουν πως εκ του αποτελέσματος θα ήθελα να την ακούσω κάποια στιγμή σε ολοκληρωμένη δική της εμφάνιση, η μία ώρα που διήρκεσε η εμφάνισή της αποδείχτηκε αρκούντως χορταστική. Άλλωστε ακολουθούσε το κυρίως πιάτο της βραδιάς.
Πέρασαν κάποια χρόνια από τότε που είδα τελευταία φορά την Cesaria Evora στην Ιερά Οδό. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι: κυκλοφόρησε κι άλλους δίσκους, αλλά και ταλαιπωρήθηκε από καρδιακές παθήσεις που την έστειλαν στο χειρουργείο. Όντως ανέβηκε στη σκηνή φανερά καταπονημένη – άλλωστε τα χρόνια αφήνουν εντονότερα σημάδια σε πιο προχωρημένες ηλικίες, και η Cesaria μπαίνει δυναμικά στα 70 πλέον. Όμως η «επιχείρηση Cesaria Evora», και όλος ο κόσμος που εξαρτάται βιοποριστικά από αυτήν, μοιάζουν αρκετά σημαντικά για να ξεπερνώνται ταχύτερα οι όποιοι σκόπελοι και να συνεχίζει να περιοδεύει ανά τον κόσμο. Παρά το βαρύ ιστορικό, οι επί σκηνής συνήθειές της δεν υπέστησαν αλλαγή: ξυπόλητη όπως πάντα βρέθηκε στη σκηνή, ενώ στα μεγάλα διαλείμματά της καθόταν σε μια καρέκλα απολαμβάνοντας το νερό (πιθανώς) και το τσιγάρο της. Κατά κύριο λόγο βέβαια παρέμεινε στο κέντρο της σκηνής σχεδόν ακίνητη. Η μπάντα της φυσικά ήταν εξαιρετική αν και μάλλον τυπική, χωρίς να ξεφεύγει από τη νόρμα και χωρίς να απογειώνει τα κομμάτια με τις εκτελέσεις της, με τους πνευστούς να κερδίζουν περισσότερο τις εντυπώσεις (ίσως και λόγω του φυζίκ ενός από αυτούς) και να λαμβάνουν τις δυνατότερες επευφημίες κατά την παρουσίαση των μουσικών.
Στα δεύτερα φωνητικά μία νεαρή κοπέλα που χόρευε συνεχώς και ένας νεαρός άντρας με προβλήματα όρασης, ο οποίος και εισέπραξε το σχετικό (και, ας μου επιτραπεί, ελαφρώς εκβιαστικό) χειροκρότημα. Όλα τα παραπάνω όμως συνιστούσαν απλά συμπληρώματα όταν ηχούσε η μοναδική φωνή της ξυπόλυτης ντίβας από το Πράσινο Ακρωτήριο: αυτή σαν να μην επηρεάστηκε καθόλου από τις ασθένειες, εξέπεμπε την ίδια καθάρια θέρμη που ακούμε και στα άλμπουμ της. Σε συνδυασμό με τις συνθήκες τέλεσης της συναυλίας (η κλασική αξία του Λυκαβηττού, μία δροσερή καλοκαιρινή νύχτα και μία ολόφωτη Αθήνα στο πιάτο), η χαλάρωση και η αβίαστη απόλαυση της συναυλίας ήταν μονόδρομος. Αρκετός κόσμος ήταν αυτός που έφυγε από τις εξέδρες για να παρακολουθήσει όρθιος από τα πλάγια της σκηνής την Cesaria να ερμηνεύει γνωστά και λιγότερο οικεία τραγούδια. Ούτε που καταλάβαμε πότε πέρασαν 100 λεπτά για να ανοίξουν τα φώτα του θεάτρου και να αποχωρήσουμε αναζητώντας τον συντομότερο δρόμο για το αυτοκίνητο…
Μιχάλης Κουρής