Βράδυ Τετάρτης και έχω συμφωνήσει με μια φίλη να περάσουμε από το Half Note, jazz μπαρ στο οποίο δεν είχα πάει ποτέ, δεν ήξερα που βρίσκεται καν αλλά ήξερα ότι έπαιζαν οι Defunkt Soul και όντας βράδυ καθημερινής, ήταν οτι έπρεπε για ένα χαλαρό ποτάκι με συνοδεία live, funk-soul μουσικής. Μετά από την κλασική ελληνική συνενόηση-ασυνενοησία μετα κινητού και τα διάφορα σενάρια βραδυνής εξόδου στην Αθήνα, πως θα πάμε εκεί, πως θα γυρίσουμε από εκεί, να πάμε ή να μην πάμε, που θα συναντηθούμε κτλ. η ώρα έχει πάει 10:30 και είμαι ακόμα σπίτι και υποθέτω (χωρίς να είμαι σίγουρη) οτι η συναυλία έχει ήδη αρχίσει. Τελικά αποφασίζουμε να πάμε και με συνοπτικές κινήσεις βρισκόμαστε Συγγρου Φιξ και χωνόμαστε στα στενά ψάχνοντας την οδό Τριβωνιανού 17 όπου βρίσκεται το Half Note. Ακολουθούμε την Καλιρρόης, στρίβουμε στη Θεοφιλοπούλου, ψάχνουμε την Τιμολέωντος, τη βρίσκουμε, στρίβουμε στη Δεφνέρ και ρωτάμε κάποιους περαστικούς που είναι το μπαρ γιατί ως γνωστό ρωτώντας πας στην πόλη. Είναι 11:45 περίπου και αναρωτιόμαστε αν θα προλάβουμε να δούμε μέρος της συναυλίας ή όχι. Εντέλει μόλις φτάσαμε το συγκρότημα σταμάτησε για 20λεπτο διάλλειμα και θα συνέχιζε μέχρι τη 1:30. Όλα εντάξει δηλαδή οπότε καθόμαστε στο μπαρ και παραγγέλνουμε το ποτάκι.
Τη μουσική τους συνθέτουν ένα τρομπόνι, πλήκτρα, κρουστά, ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο και φυσικά ντράμς. Κάποια από τα κομμάτια τους είχαν φωνητικά ενώ άλλα όχι, αλλά όπως και να έχει η μουσική τους ταίριαζε μοναδικά με τον χώρο που τους φιλοξενούσε οπότε αυτό ήταν αρκετό για να σε αποροφήσει η εκτέλεσή τους.
Ο κ. Joseph Bowie, τρομπονίστας και leader του συγκροτήματος εμφανίζεται στη σκηνή και κάνει μια μικρή εισαγωγή με ήχους από το τρομπόνι του. Το συγκρότημα συγκεντρώνεται στη σκηνή και αρχίζουν να παίζουν. Ήπιοι ρυθμοί, αποσπασματικά φωνητικά, κάποιο σόλο ηλεκτρικής κιθάρας (που δεν είναι από τα αγαπημένα μου σόλο), πλήκτρα τα οποία θυμίζουν τα πλήκτρα των Doors, ντραμς και μπάσο που κρατάνε το ρυθμό και η συνοδός στα φωνητικά που η παρουσία της και μόνο εμπλουτίζει το θέαμα. Η μουσική τους άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον σε σημεία όπου τα ντραμς, κρουστά, μπάσο και πλήκτρα συνδυάζονταν σε ψυχεδελικό ρυθμό όπου θα έλεγες ότι απλά τα “σπάνε” ενώ η Emma Lamadji στα φωνητικά, εντυπωσίασε με τη φωνή της.
Μεταξύ κάποιων εκτελέσεων ο κ. J.Bowie βρίσκει την ευκαιρία να μας πει οτι κατάγεται από το St Louis, Missouri, πόλη η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με τη jazz και blues μουσική, αρκεί πιστεύω να αναφέρουμε το γεγονός ότι ο Chuck Berry και ο Miles Davis έχουν την ίδια καταγωγή. Επίσης μας δίνει να καταλάβουμε σύντομα τις φυλετικές διακρίσεις της εποχής και της περιοχής, περιγράφοντας το διαχωρισμό σε περιοχές λευκών και περιοχές μαύρων. Συγκεκριμένά αναφέρει ότι την εποχή εκείνη, γύρω στα τέλη του ’60, γινόταν ένταξη των “μαύρων” μαθητών στα σχολεία των “λευκών” και περιγράφει πως τους μεταφέρανε με λεωφορείο στο άλλο σχολείο. Με τη σύντομη αυτή ιστορία και αφού τα μέλη του συγκροτήματος, εκτός των πλήκτρων, αφήσαν τη σκηνή και τα φώτα χαμήλωσαν, κάνει εισαγωγή σε ένα blues κομμάτι, σόλο πλήκτρα. Προσπαθούσα να φανταστώ την εκτέλεση αυτή μπροστά σε ένα βουβό κοινό, σε μισοφωτισμένο χώρο να ακούς μόνο περιστασιακά κάποιον ψίθυρο, αλλά δεν τα κατάφερα γιατί το κοινό δεν ψιθύριζε, απλά συζητούσε δυνατά καλύπτοντας τους ισχνούς ήχους των πλήκτρων που απλά έπαιζαν τη μελαγχολία των blues, μια τόσο αφηγηματική μουσική που για να την εκτιμήσεις πρέπει να παρακολουθήσεις τους ήχους της.
Την ίδια εποχή, τέλη του ’60, εμφανίστηκε η funk μουσική με τη συνένωση στοιχείων της soul, jazz soul και R&B, δίνοντας έμφαση στη μελωδία και αρμονία δημιούργησαν ρυθμικούς ήχους, φέρνοντας στο προσκήνιο τα ντραμς και το ηλεκτρικό μπάσο. Ουσιαστικά, ακριβώς αυτό πρόσφεραν με την εκτέλεση τους οι Defunkt Soul και το κοινό φάνηκε να απολαμβάνει τη μουσική τους.
Κατερίνα Ζαμζαρά