Πιθανότατα δεν έχετε δει μουσικό σχήμα πιο χύμα από τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Πιθανότατα επίσης το «χύμα» να μην ηχούσε ποτέ τόσο δομημένο. Για τις συναυλίες των Κολυμβητών, η έννοια του προγραμματισμού βρίσκει εφαρμογή σε πολύ χαλαρή μορφή. Καμία εμφάνισή τους δεν είναι ίδια με την προηγούμενη και συνήθως το τι θα ακουστεί εξαρτάται από την στιγμιαία διάθεση του Αργύρη Μπακιρτζή, διάθεση την οποία μεταφέρει στην ετοιμοπόλεμη ορχήστρα που εκτελεί ακόμη κι αν δεν έχει προηγηθεί σχετική πρόβα. Συν ότι ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις το επόμενο ευφυολόγημά του. Ακόμη κι όταν έχει ξεκινήσει το κομμάτι, μπορεί να θυμηθεί κάποια ιστορία ή μία ατάκα που να θεωρεί απαραίτητη για την κατανόηση του κομματιού (ή απαραίτητη γενικώς, και ας μην έχει σχέση με το κομμάτι ή με οτιδήποτε!) και να το διακόψει, για να το επανεκκινήσει από το ίδιο σημείο ή να ξεκινήσει κάποιο άλλο (πρώτη φορά θα είναι;).
Αυτά ακριβώς συνέβησαν και την Πέμπτη, στη δεύτερη μέρα των εμφανίσεων των Χειμερινών Κολυμβητών στην Αυλαία. Η καλαίσθητη μουσική σκηνή γέμισε γρήγορα από ανθρώπους όλων των ηλικιών (κυριολεκτικά, μέχρι και ανήλικους πιτσιρικάδες είδαμε συνοδευόμενους από τους γονείς τους, οι οποίοι πιτσιρικάδες μάλιστα ζήτησαν τραγούδι και τελικά το άκουσαν!) και όλων των επιπέδων γνωριμίας με τη μουσική τους. Όλοι όμως πρέπει να ευχαριστήθηκαν την συναυλία, γιατί από ότι φαίνεται η μουσική των Κολυμβητών μπορεί να αποτελεί και δευτερεύοντα λόγο για να τους παρακολουθήσει κανείς ζωντανά. Η έντονη προσωπικότητα του Μπακιρτζή, μιας σπάνιας περίπτωσης ανθρώπου με μια ακόμη πιο σπάνια χροιά, μαγνητίζει τους θεατές, σαν τον θείο που έρχεται σπίτι μας στις γιορτές και στα γενέθλια και με τις ιστορίες και τα χωρατά του γίνεται η ψυχή της παρέας. Κάθε ατάκα του γινόταν αφορμή για να ξεσπάσει το κοινό σε γέλια, είναι απίθανος ο τρόπος που εκφέρει την κάθε λέξη με αυτή την βραχνή μπάσα φωνή.
Ιδιαίτερες στιγμές υπήρξαν αρκετές, όπως είναι αναμενόμενο σε μία συναυλία ενός απρόβλεπτου συγκροτήματος. Οι κόντρες του Μπακιρτζή με τον Μυστακίδη όταν ο δεύτερος θεωρούσε πως ο πρώτος φλυαρούσε, ο συνεχής διάλογος με τα μέλη της ορχήστρας, η guest εμφάνιση ενός κρουστού μουσικού (του οποίου δεν συγκράτησα το όνομα και ας με συγχωρεί) για μερικά τραγούδια, όπως και η αυτοσχέδια χορωδία που στήθηκε για τέσσερα τραγούδια από μέλη του κοινού (τέσσερα άτομα μάξιμουμ, μη φανταστείτε, αλλά μεταξύ των δύο φίλων τους βρίσκονταν οι τραγουδίστριες Σοφία Σαρρή και Νατάσσα Μινδρινού, οι οποίες, κι ας μην ήξεραν τα κομμάτια, άκουσαν τις οδηγίες του έμπειρου στη μουσική των Κολυμβητών αρχιχορωδού και έδωσαν μια ακόμη πιο αυθόρμητη νότα στην ερμηνεία των εν λόγω τραγουδιών)
Δεν έχει σημασία ίσως τι τραγούδια παίχτηκαν σε αυτό το δυομισάωρο που κράτησε η συναυλία. Από τα κομμάτια που ακούγονται συχνά στο ραδιόφωνο (Το Πολλαπλό Σου Είδωλο, Στον Παγασητικό, Από Το Πάρκο Στη Μυροβόλο, Αρζεντίνα κ.α.), μέχρι τις λιγότερο προβεβλημένες πλευρές της δισκογραφίας τους, ακόμη και αυτά που ζητήθηκαν και αγνοήθηκαν με τη δικαιολογία ότι «τα παίξαμε χτες», δεν θα ήταν ικανά να κορέσουν την όρεξη του κοινού για περισσότερη μουσική. Το μόνα που εμπόδιζαν μία εκτενέστερη διάρκεια ήταν το επερχόμενο πρωινό ξύπνημα των μουσικών για την αναχώρηση προς Ικαρία, όπου θα έδιναν την επόμενη συναυλία τους, και το αρκετά προχωρημένο της ώρας, ειδικά αν αναλογιστούμε πως η επόμενη ήταν εργάσιμη. Το κλείσιμο, ως συνήθως, με την Προσευχή Του Μάγκα σε περιορισμένο φωτισμό, επέτεινε την ανυπομονησία για το επόμενο live της κομπανίας του Αργύρη Μπακιρτζή – πότε θα είναι αυτό, ούτε ο ίδιος δεν το ξέρει ακόμη. Για αυτήν όμως την απροβλεπτότητα θα δώσω το παρών και στην επόμενη συναυλία τους.
Μιχάλης Κουρής