1. Τι κοινό υπάρχει μεταξύ ενός σκηνοθέτη και ενός συγγραφέα; Σκεφτόσασταν με το μυαλό του σκηνοθέτη όταν γράφατε το βιβλίο;
Δεν νομίζω πως σκεφτόμουνα με το μυαλό του σκηνοθέτη, περισσότερο με την αίσθηση, και με τις ελάχιστες γνώσεις, ενός μουσικού. Με ενδιέφερε ο ρυθμός, η μελωδία του λόγου, η σειρά των λέξεων που γεννούσαν τα γεγονότα και οι συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων. Μια μουσική. Αυτό θα ήθελα να είναι το τελικό αποτέλεσμα. Και, βέβαια, αλήθεια. Ακόμα και η μυθοπλασία να έχει την πνοή της βιωματικής μνήμης. Οι αφηγήσεις του πατέρα ή της μητέρας, οι πληροφορίες και άγνωστες πτυχές που μάθαινα απ’ την αδελφή μου, μαζί με τις δικές μου επινοήσεις, έπρεπε να ‘δέσουν’ σε μια ενιαία πολύχρονη ιστορία -οι αναφορές ξεκινούν από το 1870 περίπου- που κρατάει σ’ όλο το βιβλίο. Αλλά πέρα από τον ορισμένο χρόνο, είναι και ο άλλος, η ρέουσα ύλη, ο χρόνος που κάνει το παρελθόν, παρόν. Μια σκέψη, μια μικρή λεπτομέρεια, ακόμα και μια λέξη ειπωμένη με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ένα κοίταγμα, φτάνει για να μεταφερθούν οι ήρωες στο χώρο της θύμησης, εκεί, στη μέση του τώρα, ένα καινούργιο τώρα, όπου τα πρόσωπα ξαναζούν με την ίδια έξαρση και με περισσότερη ευκρίνεια αισθημάτων, κινήσεων και προθέσεων, το γεγονός της μνήμης.
2. Υπάρχουν βιωματικά στοιχεία στο μυθιστόρημα σας «Το σπίτι μόνο»;
Ναι, σαν αφετηρίες, σαν εκκινήσεις σε κάποια γεγονότα, σε κάποιες ιστορίες. Όμως η συνέχεια της διήγησης πολλές φορές έπαιρνε δικούς της δρόμους, έφερνε κι άλλα πρόσωπα, ανακάτευε τις ζωές των πραγματικών προσώπων της μνήμης, με φανταστικούς επισκέπτες της μυθοπλασίας, επινοούσε διαλόγους και περιστατικά που έπρεπε να ‘δέσουν’ με τα βιωματικά στοιχεία… ένα όχημα με πολλές θέσεις αλλά που έπρεπε να αποφασίσει κανείς που ήθελε να το πάει. Και έτσι σιγά σιγά φτιάχτηκε ένας κόσμος που συμβιώνει -εύχομαι αρμονικά- το αληθινό και πραγματικό, με το φαντασιακό, το μυθοπλαστικό. Ο βασικός ήρωας, βέβαια, αρκετές φορές παραπαίει μεταξύ τής κατασκευασμένης πραγματικότητας και της αληθινής, της βιωμένης πραγματικότητας. Δεν ‘εγκαταστάθηκε’ ποτέ σ’ ένα μέρος, μια από δώ πηγαίνει και μια από κει, παροικεί παντού, σαν εκείνους τους νομάδες που αρνούνται να ριζώσουν σ’ ένα κομμάτι γης, ανήμποροι να κατανοήσουν νόμους και ‘πρέπει’. Έτσι έζησε, έτσι δέχτηκε τα αναπάντεχα δώρα, και έτσι έφτασε στο απόγευμα της ζωής του, ζώντας και στις δυό πλευρές, εκτεθειμένος πολλές φορές στη μέση του δρόμου. Το αποτέλεσμα είναι προς κρίση.
3. Μιλήστε μας λιγάκι για το πώς προέκυψε η συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Ήταν ανάγκη έκφρασης;
Ανάγκη ναι, όμως, όπως έχω ξαναπεί, ανεξήγητη. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε, είχα κλείσει μισό αιώνα ζωής, δεν είχα νοιώσει ποτέ την ανάγκη να εκφράσω τις σκέψεις μου ή τους προβληματισμούς μου, ή ακόμα και κείνα τα συναρπαστικά συναισθήματα που αντιμετωπίζεις στην εφηβική σου περίοδο, μέσω του γραπτού λόγου. Και έτσι ξαφνικά, χωρίς κάποιες προηγούμενες απόπειρες έστω, άρχισε να γράφεται το βιβλίο. Διευκρινίζω ότι δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα ‘δεν γράφεις και ένα μυθιστόρημα, έτσι, να σου βρίσκεται’, όχι, δεν έγινε έτσι. Εκφράστηκε η ανάγκη της γραφής κατ’ αρχήν, και όταν τέλειωσαν αυτά που είχα να πω και πέρασε κάποιο διάστημα, και πήγα ‘απέναντι’ πια να το κοιτάξω, εκείνη τη στιγμή πρωτοσκέφτηκα μήπως άξιζε τον κόπο να εκδοθεί, και τότε άρχισαν οι ατέλειωτες διορθώσεις, τότε προσπάθησα να μάθω να γράφω. Δεν ήταν εύκολο. Πολλά σβησίματα… κάποιες ιστορίες ξαναγράφτηκαν από την αρχή, άλλες παραλήφθηκαν ως ανούσιες, κάποιες άλλες μείνανε οι μισές επειδή κρίθηκαν φλύαρες… Πολλές φορές, μετά την σκέψη ότι ίσως να άξιζε τον κόπο να εκδοθεί, μου πέρασε απ’ το μυαλό να σβήσω τα πάντα, να μπει στο τελευταίο συρτάρι και να μείνει εκεί, λέγοντας στον εαυτό μου, πως ό,τι χρήσιμο ήταν να γίνει με αυτήν την ετεροχρονισμένη ανάγκη έκφρασης, είχε γίνει, ας αρκεστούμε, έλεγα, στην προσωπική ωφέλεια, κι ας μείνει εκεί το πράμα. Και μετά πάλι το μετάνιωνα και ξανά πάλι απ’ την αρχή.
4. Από τις μέχρι τώρα αντιδράσεις που θα έχετε εισπράξει από τους αναγνώστες του μυθιστορήματός σας, τι είναι αυτό που σας έχει εντυπωσιάσει περισσότερο;
Δεν έτυχε να ακούσω αντιδράσεις αγνώστων μέχρι τώρα… περισσότερο λόγια φίλων ακούω που ακριβώς επειδή είναι φίλοι δεν μπορείς να καταλάβεις, να ζυγίσεις καθαρά τη γνώμη τους, ανεπηρέαστη από συμπάθειες και έγνοια. Και έτσι μέσα από φίλους και γνωστούς αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το θέμα της γλώσσας, που ήταν κάτι που προσπάθησα, κι ακόμα, το ότι το βιβλίο τρέχει στο διάβασμα, ‘φεύγει’, σε τραβάει να το συνεχίσεις. Αγαπώντας τους φίλους μου, θα περιμένω και τις γνώμες ανθρώπων που δεν έχουμε συναισθηματικά δεσίματα, ώστε να επηρεάζεται ίσως η γνώμη τους.
5. Πιστεύετε ότι η κρίση σήμερα αναγκάζει τους καλλιτέχνες και τους δημιουργούς να στραφούν και σε διαφορετικά μονοπάτια έκφρασης; Η ίδια η κρίση είναι ερέθισμα για τον καλλιτέχνη;
Σήμερα δεν έχουμε πια κρίση, η κρίση τελείωσε. Τώρα έχουμε τα αποτελέσματα της κρίσης τα οποία είναι οδυνηρά και μη αναστρέψιμα για αρκετά χρόνια. Μέσα σ’ αυτές τις εκπτώσεις υλικών, ηθικών και ιδεολογικών συστημάτων, αυτό που διαπιστώνω τα τελευταία χρόνια είναι μια αναμενόμενη, -πως αλλιώς;- ανισορροπία. Πολλές παραστάσεις, πολλοί χώροι, πολλή μεγάλη ανάγκη έκφρασης της νέας αλλά και της παλαιάς γενιάς, πολλή μεγάλη οικονομική ανέχεια, μηδαμινές βοήθειες από το κράτος, αρκετοί οι τυχάρπαστου παραγωγοί -πλην ολίγων εξαιρέσεων, αυτά τα χρόνια… όλα αυτά κι άλλα πολλά, δεν ξέρω εάν στο τέλος, στον ‘λογαριασμό’ θα δούμε κάποιο όφελος. Εν κατακλείδι, δεν ξέρω αν η ίδια η κρίση ήταν ερέθισμα για οποιονδήποτε καλλιτέχνη κι αν στράφηκε σε διαφορετικά μονοπάτια έκφρασης, αυτό που αντιλαμβάνομαι μόνο είναι η αγωνία να υπάρξει κανείς για όποιο λόγο, οικονομικό ή καλλιτεχνικό, και με όποιο κόστος, αδιαφορώντας, πολλές φορές, για την ποιότητα του αποτελέσματος.
Μυθιστόρημα
«Το Σπίτι Μόνο»
Του Κοραή Δαμάτη
Ο Κοραής Δαμάτης, παρουσιάζει την πρώτη συγγραφική δουλειά του, το μυθιστόρημα «Το Σπίτι Μόνο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Ο ίδιος αναφέρει σχετικά με αυτό το εγχείρημα:
«Οκτώ χρόνια χρειάστηκε η συγγραφή του. Πολύς χρόνος για ένα βιβλίο, θα έλεγε κάποιος. Μπορεί. Μπορεί και όχι αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν ξέρεις τα μονοπάτια της γραφής, δεν ξέρεις τί να κάνεις μπροστά στην ‘λευκή σελίδα’, δεν ξέρεις πώς να χειριστείς όλα αυτά τα καινούργια πρόσωπα που ‘προκύπτουν’ άθελά σου, τις συνήθειές τους, τις απαιτήσεις τους, τα πιστεύω τους που, ενίοτε, διαφωνούν με τα δικά σου. Και έτσι, σιγά σιγά, παρασυρμένος απ’ τα ‘παλιά’ που, παραδόξως, σε αιφνιδιάζουν, αλλά κι απ’ τα καινούργια που σε παρασύρουν σε δεινές ισορροπίες… περνάει ο χρόνος, φεύγει, και φτάνεις απορημένος μετά από οκτώ χρόνια συγγραφής σ’ ένα βιβλίο γεμάτο από μνήμες κι από άγνωστους επισκέπτες που καταδέχτηκαν να σε επισκεφτούν.»
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Μεταίχμιο…. αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Εκεί μπόρεσε να ζήσει το βασικό πρόσωπο του βιβλίου. Κι αν κάποιες στιγμές απάγκιαζε στη μία πλευρά, γρήγορα ξαναβρισκότανε στην απέναντι όχθη. Ακροβατούσε ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, σε αλήθειες, ψέματα και επινοήσεις, περπατώντας πάντα πάνω σε διαχωριστικές, ενδιαμέσως, από μια βαθύτερη επιτακτική ανάγκη ενδοσκόπησης της ζωής του και παρατήρησης της ζωής γύρω του. Άλλωστε αυτό ήταν και το πρώτο μάθημα που του δόθηκε: ενδοσκόπηση και παρατήρηση. Έτσι πορεύτηκε. Αυτό δεν σημαίνει ότι απέφυγε λάθη και υπερβολές, ότι γλίτωσε κλειστές στροφές και κατηφόρες, εξάλλου η πορεία κάθε ανθρώπου έχει τα δικά της μετρήματα, αδυνατώντας πολλές φορές να ορθοποδήσει ακόμη κι όταν πραγματοποιούνται τα θέλω του και καλύπτονται οι ανάγκες του.